- μονόκοιλος
- μονόνοικος, -ον (ΑΜ)αυτός που γεννήθηκε μαζί με άλλον ή με άλλους στην ίδια γέννα.επίρρ...μονόκοιλα (Μ μονόκοιλα)με μια γέννα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -κοιλος (< κοιλία), πρβλ. ορθό-κοιλος, πονό-κοιλος].
Dictionary of Greek. 2013.